- κλαξώ
- κλᾳξῶ (Α)δωρ. τ. μέλλ. τού κλείω («αὐτὰρ ἐγὼ κλᾳξῶ θύρας», Θεόκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλᾳξῶ — κλείω 1 shut fut ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξ, ξ — (αρχαία ελληνικά ξει, ξι, ξυ). Το δέκατο τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από τα σημιτικά , , , , , , , που παρίσταναν το συριστικό φθογγο samech (πιθανή σημασία πάσσαλος, στύλος). Στα παλιότερα νοτιοελληνικά αλφάβητα… … Dictionary of Greek